- ἀνέρχονται
- ἀνέρχομαιgo uppres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
εντομοκτόνα — Χημικά προϊόντα για την καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων. Ανάλογα με τον τρόπο που δρουν πάνω στα έντομα, τα ε. διαιρούνται σε τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται στομαχικά δηλητήρια, τα οποία εισέρχονται στον οργανισμό από το στόμα και … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
έκβρασμα — το (AM ἔκβρασμα) το σύνολο τών στερεών ουσιών που ανέρχονται στην επιφάνεια υγρού όταν βράζει ή σχηματίζει δίνες αρχ. 1. έκκριση 2. εξάνθημα τού δέρματος … Dictionary of Greek
γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
διαχείμαση — Υπό μία ειδική έννοια ο όρος αναφέρεται στα φυτά που κατά τη διάρκεια του χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους, πέφτουν σε λήθαργο και αναπτύσσουν ειδικά όργανα, τους κοιμώμενους οφθαλμούς, οι οποίοι, ειδικά στα υδροχαρή φυτά, κατέρχονται στον πυθμένα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
καλύπτρα — η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) [καλύπτω] 1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα 2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο («ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek